λεπτεπίλεπτος

λεπτεπίλεπτος
-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις τής σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβ-επί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτεπίλεπτος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ λεπτός στο σώμα, ο ασκληραγώγητος: Είναι λεπτεπίλεπτος γι’ αυτό και δεν αντέχει τη σκληρή δουλειά. 2. ο ευαίσθητος: Το παιδί της είναι λεπτεπίλεπτο, με το παραμικρό βάζει τα κλάματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτεπίλεπτον — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem acc sg λεπτεπίλεπτος thin upon thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτεπιλεπτότερος — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτεπιλέπτοις — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτεπιλέπτους — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτεπίλεπτα — λεπτεπίλεπτος thin upon thin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] …   Dictionary of Greek

  • αιθερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος όπως ο αιθέρας, αιθέριος, λεπτεπίλεπτος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πλαστός < πλάσσω η λ. απαντά αρχικά στους: Δ. Νικολάου, Χρ. Γρηγορά (1868) και στον Δ. Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • διάλεπτος — διάλεπτος, ον (AM) [λεπτός] λεπτεπίλεπτος, πολύ λεπτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”